πειραρ

πειραρ
    πεῖραρ
    дор. πεῖρας -ᾰτος τό (преимущ. pl.)
    1) граница, предел, рубеж, край, конец
    

(πείρατα γαίης καὴ πόντοιο Hom.)

    2) исход, решение
    

(πολέμοιο Hom.; ἀέθλων Pind.)

    π. ἑλέσθαι Hom. — положить конец, кончить (спор);
    πείρατα νίκης Hom. — победный исход, победа;
    πείρατ΄ ὀλέθρου Hom. = ὄλεθρος;
    π. θανάτου Pind. = θάνατος

    3) важнейшее обстоятельство, основная черта, суть
    

ἑκάστου πείρατα εἰπεῖν τινι Hom. — рассказать кому-л. суть всего

    4) веревка, мор. конец
    

ἔκ τινος πείρατ΄ ἀνάψαι Hom. — привязать кого-л. веревкой

    5) орудие для отделки, инструмент
    

(πείρατα τέχνης Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πειραρ" в других словарях:

  • πεῖραρ — end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείραρ — και πεῑρας, ατος, τὸ, Α (επικ., ιων. και λυρ. τ.) βλ. πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας] …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • πείραθ' — πείρατε , πείρω pierce aor imperat act 2nd pl πείρατο , πείρω pierce aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείρατε , πείρω pierce aor ind act 2nd pl (homeric ionic) πεί̱ρατα , πεῖραρ end neut nom/voc/acc pl πεί̱ρατι , πεῖραρ end neut dat sg πεί̱ρατε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρατ' — πείρατε , πείρω pierce aor imperat act 2nd pl πείρατο , πείρω pierce aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείρατε , πείρω pierce aor ind act 2nd pl (homeric ionic) πεί̱ρατα , πεῖραρ end neut nom/voc/acc pl πεί̱ρατι , πεῖραρ end neut dat sg πεί̱ρατε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… …   Dictionary of Greek

  • απείρατος — ἀπείρατος, ον (Α) 1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος 2. άπειρος, απέραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πείραρ ( ατος) «τέλος, τέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • απείρων — (I) ἀπείρων, ον (AM) [πείρα] άπειρος, αμαθής. (II) ἀπείρων, ον (Α) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, ατελείωτος αχανής 2. αναρίθμητος, αμέτρητος 3. ο χωρίς τέλος ή διέξοδο 4. ο κυκλικός 5. (για ύπνο) βαθύς …   Dictionary of Greek

  • απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»